- νεκροδοχειον
- νεκροδοχεῖοννεκρο-δοχεῖοντό гробница Luc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
νεκροδοχείον — νεκροδοχεῑον, τὸ (Α) τόπος όπου θέτουν τους νεκρούς, τάφος, μνημείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + δοχεῖον (πρβλ. μελανο δοχείον)] … Dictionary of Greek
νεκροδοχεῖα — νεκροδοχεῖον burialplace neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β … Dictionary of Greek